εκρηκτικές ύλες — Ουσίες ή μείγματα ουσιών, τα οποία σε συνθήκες μιας εξωτερικής διέγερσης μπορούν να μετατραπούν ταχύτατα –με μία εξώθερμη αντίδραση αποσύνθεσης που συνοδεύεται συνήθως από καύση– σε έναν μεγάλο όγκο αερίων και ουσιών πτητικών σε υψηλή θερμοκρασία … Dictionary of Greek
έκκαυμα — Μέσο για την πρόκληση έκρηξης μιας γόμωσης. Το έ. χρησιμοποιείται για να αποφευχθούν οι εύφλεκτες εκρηκτικές ύλες σε επικίνδυνες ποσότητες (όπως ο βροντώδης υδράργυρος), οι οποίες είναι πολύ ευαίσθητες στην κρούση. Τα βλήματα είναι συνήθως… … Dictionary of Greek
έκρηξη — Βίαιη και ταχύτατη απελευθέρωση ενέργειας, η οποία εκδηλώνεται με τη μορφή θερμότητας, φωτός, τεράστιας παραγωγής αερίων και συνεπώς μηχανικού έργου. Το φαινόμενο αυτό οφείλεται συνήθως στη χημική αντίδραση που παράγεται μέσα στην εκρηκτική ύλη… … Dictionary of Greek
γόμωση — Από άποψη βλητικής ονομάζουμε γ. καθορισμένες ποσότητες εκρηκτικής ύλης που προορίζονται για ειδικούς στρατιωτικούς και τεχνικούς σκοπούς. Διακρίνονται σε γ. προώθησης και σε γ. έκρηξης (εκρηκτικές). Οι πρώτες, αφού εισαχθούν στη θαλάμη ενός… … Dictionary of Greek
νιτροτολουόλιο — το χημ. αζωτούχα αρωματική οργανική ένωση, νιτροπαράγωγο τού τολουολίου, με τρία ισομερή, που χρησιμοποιούνται για την παρασκευή χρωστικών υλών, ενώ το 2,4,6 τρινιτροτολουόλιο, γνωστό και ως ΤΝΤ ή τροτύλη, είναι ισχυρή εκρηκτική υλη. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek